- αισθησιαρχικός
- η , ό[ν] филос. 1. сенсуалистский;2. (ο ) сенсуалист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αισθησιαρχικός — ή, ό και αισθησιοκρατικός, ή, ό ο υποστηριχτής της αισθησιαρχίας: Εκτός από το Λοκ αισθησιαρχικός ήταν και ο Ελβέτιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισθησιαρχικός — ή, ό [αισθησιαρχία] ο αισθησιοκρατικός* … Dictionary of Greek